ζα, τα |
τα ζώα |
ζάβαλη, η |
η καημένη |
ζαβλακωμένος
|
ο ζαλισμένος, ο
αδιάθετος |
ζαγάρι, το |
κυνηγετικό
σκυλί |
ζάγκλα, η |
η στροφή |
ζακόνι, το |
η συνήθεια, το
έθιμο |
ζαλιά, η |
το φορτίο |
ζαλιακό, το
|
ζάλη,
σκοτοδίνη |
ζαλούκα, η |
η μεταφορά
ανθρώπου από άνθρωπο στους ώμους |
ζαλώνω |
φορτώνομαι |
ζαμάν φου |
λαϊκιστική
έκφραση περιφρόνησης |
ζαμάνι, το |
μεγάλο χρονικό
διάστημα |
ζαμπλαρίκος,
ο |
ο τραχανάς με
μπουκιές τσιγαρισμένος με χοιρινό λίπος |
ζαμπούνης |
κακόκεφος,
ζαμπουνιασμένος |
ζάπι, το |
το δάμασμα |
ζαπίζω |
χτυπώ
κάποιον,το χαλιναγωγώ |
ζαπίτης, ο |
αυτός που
επιβάλλει την τάξη με τη βία |
ζαράρικος, η,
ο |
ο
ελαττωματικός |
ζαρούγκλα, η
|
η πτυχή, η
πιέτα, η ζάρα |
ζάφτω |
πίνω |
ζεβζέκης, ο
|
ο αναποδιάρης,
ο σκανταλιάρης |
ζεματάω |
είμαι πολύ
ζεστός, υπερθερμαίνω κάτι |
ζεματίζουμαι
|
υπερθερμαίνομαι |
ζεμπερέκι, το
|
το πόμολο της
πόρτας |
ζευγάρι, το
|
ζευγάρι βοδιών
που όργωναν τη γη,μτφ το όργωμα |
ζευγολάτης, ο
|
ο γεωργός |
ζεύλα, η |
εξάρτημα του
ζυγού που ζεύουν τα βόδια |
ζευλώνω |
ζεύω,περνάω τη
ζεύλα,μτφ,παντρεύω,πειθαναγκάζω |
ζέχνω |
μυρίζω άσχημα,
βρωμάω, είμαι λερωμένος βρώμικος |
ζηώ |
ζώ, είμαι εν
ζωή |
ζιακουτάω |
χτυπάω,
σπρώχνω κάποιον ελαφρά |
ζιζί, το |
το φόβητρο των
παιδιών |
ζόμπολα, τα
|
μικρές
στρογγυλές πέτρες |
ζούδι, το |
το άγριο ζώο,
ειδικά ο λαγός |
ζουλάπι, το
|
το αγρίμι |
ζουλάω |
σπρώχνω |
ζουμπουνιάζω
|
σπρώχνω
ασφυκτικά |
ζουνάρι, το
|
η ζώνη, ο
ζωστήρας |
ζουπάω |
πιέζω, ζουλάω |
ζούριξε |
ταλαιπωρήθηκε
μέχρι να πεθάνει |
ζουρλοκοπέλλες
οι |
τα άγρια
μανιτάρια |
ζυγάλετρα, τα
|
το σύνολο των
εργαλείων του οργώματος |
ζυγιά, η τα |
ο ζεύγος, η
δίπλα του χορού |
ζυγώνω |
πλησιάζω κοντά |
ζωντίμι, το |
μικρό ζώο,
ζωύφιο γενικά |